- φιλοκτήματος
- φῐλο-κτήμᾰτος, ον, = foreg., Ptol.Tetr. 64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκτήματος — ον, Α φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτήματος (< κτῆμα, κτήματος), πρβλ. πολυ κτήματος] … Dictionary of Greek
φιλοκτήματοι — φιλοκτήματος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)